- ακανθοβάτης
- ἀκανθοβάτης, ο (θηλ. ἀκανθοβάτις, -ιδος, η) (Α)όποιος περπατάει επάνω ή ανάμεσα στ’ αγκάθιαλέγεται κυριολεκτικά («ἀκανθοβάτιν ἀκρίδα») και μεταφορικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -βάτης < βαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκανθοβάται — ἀκανθοβάτης walking among thorns masc nom/voc pl ἀκανθοβάτᾱͅ , ἀκανθοβάτης walking among thorns masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθοβάτιν — ἀκανθοβάτης walking among thorns fem acc sg ἀκανθοβάτις walking among thorns fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek